βαπτιστήριο

βαπτιστήριο
βαπτιστήριο το
1) помещение в храме, в котором совершают таинство крещения, крестильня;
2) купель, баптистерий – особое здание, предназначавшееся в раннехристианскую эпоху для совершения таинства Крещения. Появляется не ранее 4 века. В центре баптистерия, имевшего обычно круглую или восьмиугольную форму, располагался бассейн с тремя ступенями. Кроме того, баптистерий имел небольшой алтарь, посвященный Иоанну Крестителю, где принявшие святое Крещение причащались Святых Тайн

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βαπτιστήριο" в других словарях:

  • βαπτιστήριο — Η λέξη προέρχεται μάλλον από το baptisterium, τη μεγάλη δηλαδή δεξαμενή του λουτρού των ρωμαϊκών κατοικιών, που χρησιμοποιήθηκε πιθανότατα στις αρχές του χριστιανισμού για την τέλεση του μυστηρίου της βάπτισης. Τα πρώτα οικοδομήματα, που… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • ψηφιδωτό — Διακόσμηση δαπέδου, τοίχου ή οροφής με πολύχρωμες κατεργασμένες μικρές ψηφίδες από πέτρα, τερακότα ή γυαλί, που συγκολλούνται στερεά σε ένα στρώμα κονιάματος. Για την τεχνική των αρχαίων ψ. υπάρχουν λεπτομερείς περιγραφές από τον Βιτρούβιο και… …   Dictionary of Greek

  • ενθετική — Είδος διακόσμησης με τη χρήση κομματιών ή ελασμάτων από διάφορες ύλες, όπως μέταλλα, ξύλα, μάρμαρα, μάργαρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι, τα οποία προσαρμόζονται με ποικίλες τεχνικές σε ειδικά προετοιμασμένες κοιλότητες ή εγκοπές μιας… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό Εκατονταπυλιανής Πάρου — Η εκκλησία της Εκατονταπυλιανής (ονομασία που πήρε από τις εκατό πύλες που, σύμφωνα με την παράδοση, είχε) ή Καταπολιανής (που σημαίνει κατά την πόλη, δηλαδή προς το μέρος της αρχαίας πόλης) θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της… …   Dictionary of Greek

  • Ντονατέλο — (Donatello, Φλωρεντία 1386 – 1466). Ιταλός γλύπτης. Γιος του Νικολό ντι Μπέτο Μπάρντι, εργάστηκε στα νεανικά του χρόνια στο εργαστήριο του Γκιμπέρτι. Η παράδοση αναφέρει ότι σε ηλικία είκοσι ετών έκανε, μαζί με τον Μπρουνελέσκι, το πρώτο του… …   Dictionary of Greek

  • Πίζα — Πόλη της Ιταλίας, στην Τοσκάνη, χτισμένη στις όχθες του Άρνου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.448 τ. χλμ.). Κατά το Μεσαίωνα η Π. ήταν από τα σημαντικότερα ναυτικά κέντρα της Ιταλίας. Αξιόλογο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο σήμερα, διατηρεί …   Dictionary of Greek

  • Ραβένα — (Ravenna). Πόλη της βόρειας Ιταλίας, 13 χλμ. από την αδριατική ακτή, με την οποία επικοινωνεί μέσω του καναλιού λιμανιού Κορσίνι· πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1859 τ. χλμ.). Κόμβος σημαντικών συγκοινωνιακών οδών και κέντρο μιας εύφορης… …   Dictionary of Greek

  • Ρούστιτσι, Τζιοβάννι Φραντσέσκο — (Rustici, 1474 – 1554). Ιταλός γλύπτης και ζωγράφος. Ήταν συμμαθητής και φίλος του Μιχαήλ Aγγέλου και του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Φιλοτέχνησε έργα του για το Βαπτιστήριο της Φλωρεντίας (1506 11) και συνεργάστηκε με άλλους συναδέλφους του για τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»